20/3/13

Η Κοινωνική /Αλληλέγγυα και Συνεργατική Οικονομία: Ιστορική αναδρομή - σύγχρονες εμπειρίες

Του Γιώργου Λιερού, Δημοτικού Συμβούλου Χαλανδρίου

To άρθρο αποτελεί κεφάλαιο του κείμενου «Υπαρκτός καινούργιος κόσμος. Κοινωνική / αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Συναδέλφων.

Στην Αγγλία τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, μεσούσης της Βιομηχανικής Επανάστασης, κι ενώ με δραστικές κρατικές παρεμβάσεις (1834, μεταρρύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας κ.α.) εγκαθίστατο η αυτορρυθμιζόμενη αγορά, εμφανίστηκαν μερικά από τα μεγαλύτερα κοινωνικά κινήματα της σύγχρονης ιστορίας, τα οποία περιλάμβαναν εκατοντάδες χιλιάδες τεχνίτες, εργάτες και εργαζόμενους.
Πρώτη εθνική οργάνωση παραγωγών με συνδικαλιστικούς στόχους ήταν η Ένωση Οικοδόμων που είχε κυκλοφορήσει δικό της νόμισμα και προωθούσε την ιδέα της «μεγάλης ένωσης για τη χειραφέτηση των παραγωγικών τάξεων». Από την Ένωση ή Συντεχνία των Οικοδόμων και το «Κοινοβούλιό» της προήλθαν τα βραχύβια Ενωμένα Εργατικά Συνδικάτα, που για ένα μικρό χρονικό διάστημα περιλάμβαναν περίπου 1 εκατομμύριο εργάτες και τεχνίτες σε μία χαλαρή συνομοσπονδία συνδικάτων και συνεταιριστικών ενώσεων. Από την Ένωση Οικοδόμων κατάγονται οι συνεταιρισμοί των βιομηχανικών παραγωγών του 19ου αιώνα. Η αυγή του εργατικού κινήματος στην Αγγλία έφερε στο φως μια εκπληκτική ποικιλομορφία δράσεων και θεσμών. Τα «Ενωσιακά Καταστήματα» ιδρύθηκαν από συνδικαλιστές και αποτελούσαν περισσότερο συνεταιρισμούς παραγωγών στους οποίους άνεργοι εργάτες μπορούσαν να βρουν απασχόληση ή απεργοί να κερδίσουν λίγα χρήματα. Τα ανταλλακτικά παζάρια στηρίζονταν στην αλληλοεπικάλυψη των τεχνών: ικανοποιώντας ο ένας τις ανάγκες του άλλου οι τεχνίτες θα απαλλάσσονταν από τις διακυμάνσεις της αγοράς. Γινόταν χρήση γραμματίων εργασίας τα οποία είχαν ευρεία κυκλοφορία. Ιδρύθηκαν συνεταιριστικές εταιρείες που απασχολούνταν κυρίως με την πώληση προϊόντων στα μέλη τους. Τα κέρδη κατευθύνονταν στην ίδρυση Συνεταιριστικών Χωριών (στα σχέδια του Owen για τη δημιουργία Συνεταιριστικών Χωριών βρίσκεται για τον Πολάνυι η καταγωγή των αγροτικών συνεταιρισμών εργατών γης) [1].

Στη Γαλλία η δημιουργία συνεταιρισμών αποτέλεσε την κύρια μορφή δραστηριότητας της εργατικής τάξης κατά την περίοδο 1830-1850 καθώς και στη δεκαετία του 1860. Στη Γαλλία και την Αγγλία, όπως και στη Γερμανία, τη δεκαετία του 1860 οι συνεταιρισμοί συνδέονταν στενά με άλλες μορφές δραστηριότητας των εργατών, όπως τα συνδικάτα. Δεν είχαν όμως οπωσδήποτε σαφείς πολιτικούς ή επαναστατικούς προσανατολισμούς. Το 1848 ο Λουί Μπλαν ζητούσε από το γαλλικό κράτος ενίσχυση για τα «εθνικά εργαστήριά του», ενώ ο Φ.Λασάλ τη δεκαετία του 1860 απαιτούσε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία, ώστε ένα νεοσύστατο εργατικό κράτος να μπορέσει να χρηματοδοτήσει τους συνεταιρισμούς παραγωγών, τους οποίους θεωρούσε μοναδική διέξοδο από τον «σιδερένιο νόμο των ημερομισθίων».

Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα μια από τις πιο συνηθισμένες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης ήταν η εταιρεία αμοιβαίας βοήθειας ή «φιλική εταιρεία». Υπήρχαν πάνω από 1 εκατομμύριο τέτοιοι σύλλογοι στην Αγγλία το 1815. Οι «φιλικές εταιρείες» παρείχαν πρώτα απ’ όλα στα μέλη τους ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση ασθενείας, ατυχήματος ή γηρατειών την εποχή που απουσίαζε ή ήταν αδύναμη και προβληματική η κρατική παρέμβαση στον τομέα αυτό. Έδιναν επίσης μεγάλη έμφαση στις παραδοσιακές αξίες των παλαιών τεχνιτών, όπως το μέτρο στο ποτό, η αξιοπρέπεια στο σεξουαλικό τομέα κ.α. Συχνά απαγόρευαν την πολιτική δράση των μελών τους ή τις πολιτικές συζητήσεις χωρίς ωστόσο να αποφεύγουν την εχθρότητα των εργοδοτών ή τις διώξεις των αρχών [2].

Στη Γερμανία λίγο πριν απ’ τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το πανίσχυρο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (4 εκατομμύρια ψήφοι και 110 βουλευτές το 1912 και πάνω από 1 εκατομμύριο ταμειακώς εντάξει μέλη) ήταν «με την πιθανή εξαίρεση της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας το μόνο ίδρυμα του Β΄ γερμανικού Ράιχ που φρόντιζε για τους οπαδούς του από τη στιγμή που θα γεννιούνταν μέχρι τη στιγμή που θα πέθαιναν» [3]. Είχε το δικό του συνεργατικό συνεταιριστικό κίνημα, τα δικά του προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης και πλαισιωνόταν μέχρι και από συλλόγους ωδικής, γυμναστικής και ποδηλασίας. «Ο σοσιαλισμός τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερμανία πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μία πολιτική πεποίθηση: είχε γίνει συστατικό στοιχείο μιας ολόκληρης υποκουλτούρας, συχνά οργανωμένης γύρω από το μπαρ ή την ταβέρνα, ενός ορισμένου τμήματος της εργατικής τάξης» [4], γράφει ο DickGeary. «Αυτή η κουλτούρα συγκροτούσε μία εναλλακτική κοινωνία μέσα σε ένα κατά τα άλλα εχθρικό κόσμο» και οι εργάτες μπορούσαν να ζουν μέσα σε ένα «θερμοκήπιο» που τους «προστάτευε από τη σκληρή πραγματικότητα τουλάχιστον έξω από το εργοστάσιο» [5] συνεχίζει ο ίδιος.

Για αυτή τη θεωρία της «αρνητικής ενσωμάτωσης» [6] στο καθεστώς της καϊζερικής Γερμανίας, στην οποία αναφέρεται ο Dick Geary χωρίς ωστόσο να την υιοθετεί, μιλάει και η Χάνα Άρεντ. Εκτιμάει ότι εκείνη την εποχή η κανονική ενσωμάτωση που υπεράσπιζε ο Μπερνστάιν ήταν για τα συμφέροντα του κόμματος εξίσου επικίνδυνη με την επανάσταση. Η θέση στο περιθώριο της κοινωνίας βιωνόταν ουσιαστικά σαν εμπειρία μίας «ανώτερης εναλλακτικής δυνατότητας προς τον διεφθαρμένο καπιταλισμό». Όπως υποστηρίζει η Άρεντ «οι Γερμανοί σοσιαλιστές ζούσαν πολύ άνετα μέσα σ’αυτό το “κράτος εν κράτει”: απόφευγαν τις τριβές με την κοινωνία εν γένει [7] και απολάμβαναν χωρίς καμία επίπτωση την αίσθηση ηθικής ανωτερότητας που είχαν. Δεν ήταν καν ανάγκη να πληρώνουν το αντίτιμο μιας σοβαρής αλλοτρίωσης, αφού αυτή η κοινωνία-παρίας ήταν στην πραγματικότητα μόνο ένα κατοπτρικό είδωλο, μια σμικρυμένη αντανάκλαση της γερμανικής κοινωνίας εν γένει.»

Κατά την εξέγερση των Σπαρτακιστών τον χειμώνα 1918-19, η «αρνητική ενσωμάτωση» αποδείχθηκε πάνω από όλα ενσωμάτωση. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ανέλαβε τον πιο δραστήριο ρόλο ανάμεσα στις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Η σοσιαλδημοκρατική «υποκουλτούρα» βρέθηκε στην πρωτοπορία της υπεράσπισης της καθεστωτικής κουλτούρας. Η αυτοαναφορικότητα, το «ξεροκέφαλο ξέκομμα από τον κόσμο», η πλειοδοσία στην επαναστατική φρασεολογία, αποδείχθηκε τελικά ότι δεν αποτελούσαν παρά έναν τρόπο υπαγωγής στο status quo. Και καθώς δεν είναι μόνο ένας ο πολιτικός ή ο «κοινωνικός» χώρος στην Ελλάδα σήμερα που ανταποκρίνεται πλήρως στην περιγραφή της Χάνα Άρεντ, θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η διάκριση συστημικών/αντισυστημικών δυνάμεων δεν γίνεται με βάση τις πολιτικές ή ιδεολογικές ταυτότητες ακόμη κι αν αυτές συνοδεύονται από «διαφορετικά» πολιτισμικά στυλ. Η αυταρέσκεια που οδηγεί σε απόσυρση από το δημόσιο βίο και τις συγκρούσεις του, η παραίτηση από τη συνεχή «τριβή» με την κοινωνία, κάνουν την πηγή του επαναστατικού πνεύματος να στερεύει.

Αυτή η οργάνωση της Κοινωνικής Οικονομίας γύρω από το γερμανικό σοδιαλδημοκρατικό κόμμα προεικονίζει το πέρασμα από την Κοινωνική Οικονομία στο κοινωνικό κράτος τη δεκαετία του 1930. Οι κρατικές προστατευτικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας και αλλού γίνονταν όλο και συχνότερες από τη δεκαετία του 1870 και μετά. Παρ’ όλα αυτά είναι με το NewDeal στις ΗΠΑ, το φασισμό στην Κεντρική Ευρώπη και το ξεκίνημα της κολεκτιβοποίησης στην ΕΣΣΔ που τελειώνει οριστικά η εποχή του φιλελευθερισμού και της πρώτης παγκοσμιοποίησης. Μια νέα περίοδος ξεκίνησε. Και όσον αφορά το θέμα μας, μπορούμε να μιλήσουμε για τη περίοδο γέννησης του κοινωνικού κράτους (την κρατικοποίηση της Κοινωνικής Οικονομίας).

Το κοινωνικό κράτος ικανοποίησε πολλές από τις διεκδικήσεις των εργατών και έφερε αξιοσημείωτες βελτιώσεις στην καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης. Το τίμημα ήταν ότι διέβρωσε την επάρκεια των ανθρώπων να ορίζουν οι ίδιοι τις τύχες τους, «πολιτικοποίησε» τις ζωές τους, δηλαδή τις υπήγαγε άμεσα στη δικαιοδοσία του κράτους, τις έκανε αντικείμενο για τους ειδικούς, γραφειοκράτες και επιστήμονες. Σύμφωνα με τον Κρίστοφερ Λας, τον «εκκοινωνισμό της παραγωγής» με το εργοστασιακό σύστημα του 19ου αιώνα ακολούθησε ο «εκκοινωνισμός της αναπαραγωγής». Όπως απαλλοτριώθηκε η τεχνική γνώση του εργάτη, το ίδιο έγινε με τη γονική γνώση, η οποία μεταβιβάστηκε σε υποκατάστατους γονείς που είναι υπόλογοι όχι στην οικογένεια αλλά είτε στο κράτος είτε στην ιδιωτική βιομηχανία ή είτε στους δικούς τους κώδικες επαγγελματικής ηθικής. Ο Κρίστοφερ Λας παραθέτει τα πολύ χαρακτηριστικά λόγια της Έλεν Ρίτσαρντς, ιδρύτριας του σύγχρονου επαγγέλματος της κοινωνικής λειτουργού: «Στην κοινωνική δημοκρατία, το παιδί ως μελλοντικός πολίτης είναι περιουσιακό στοιχείο του κράτους, όχι ιδιοκτησία των γονέων του [8].» 

Αυτή η «συρρίκνωση της ιδιωτικής κοινωνίας» υπέρ του πολιτικού κράτους θα αντιστραφεί με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Προηγήθηκε η πολιτιστική επανάσταση και τα κινήματα νεολαίας των δεκαετιών 1960 και 1970, τα οποία επέφεραν σφοδρό πλήγμα στη μορφή του κράτους που γεννήθηκε μέσα από την κρίση του 1929 και άνθισε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η διπλή επίθεση εναντίον του μεταπολεμικού κράτους και των ιδεών και νοοτροπιών του κρατισμού, τόσο από ριζοσπαστικές θέσεις (κινήματα νεολαίας) όσο και από συντηρητικές (νεοφιλελευθερισμός), άνοιξε μια νέα εποχή για την Κοινωνική Οικονομία.

Τις δεκαετίες του 1960 και 1970, η Κοινωνική Οικονομία αναγεννήθηκε στο χώρο που ανέδειξαν τα κινήματα νεολαίας, οι χιλιάδες πρωτοβουλίες ανθρώπων που ήθελαν να πραγματώσουν άμεσα την ελευθερία τους, να πειραματιστούν με εναλλακτικούς θεσμούς, διαφορετικούς ή και αντίθετους με εκείνους του κοινωνικού κράτους. Τη δεκαετία του 1970, ενώ τα κινήματα ηττήθηκαν ή υποχώρησαν, την ίδια εποχή ακριβώς προσφέρθηκε ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό έδαφος για τις δομές Κοινωνικής Οικονομίας που είχαν ξεπηδήσει σε κινηματικά πλαίσια. Η Κοινωνική Οικονομία κλήθηκε να υποκαταστήσει το κράτος πρόνοιας το οποίο βρισκόταν σε αποσύνθεση κάτω από το βάρος των δικών του αντιφάσεων και εξαιτίας της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Νέες αγορές είχαν δημιουργηθεί γύρω από τις ευαισθησίες τις οποίες είχαν αναδείξει τα κινήματα νεολαίας˙ το ενδιαφέρον για το περιβάλλον, την υγιεινή διατροφή ή κάπου κάπου και για τους λαούς του τρίτου κόσμου ήταν ψηλά στις προτεραιότητες των ραγδαία αναπτυσσόμενων νέων μεσοστρωμάτων τα οποία εν πολλοίς είχαν την καταγωγή τους στα κινήματα της δεκαετίας του 1960 και αναφέρονταν στην υπεράσπιση της «διαφοράς», την αυτοπραγμάτωση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την πολυπολιτισμικότητα κ.λπ. Πάνω σε αυτόν τον «νέο προοδευτισμό» μπορούσε να ανθίσει η Κοινωνική Οικονομία. Άλλωστε, η επικείμενη επέκταση της αγοράς σε μεταβιομηχανικά τοπία, η οικειοποίηση και άλλων περιοχών της ανθρώπινης ζωής χρειαζόταν δομές ιδιαίτερα ικανές για την κίνηση σε ανεξερεύνητα τοπία και φιλόδοξους πιονιέρους, οι οποίοι θα τολμούσαν να προχωρήσουν σε περιοχές δύσβατες για τη γραφειοκρατία των μεγάλων επιχειρήσεων. Επιπλέον, οι τεχνικές χειραγώγησης και βιοπολιτικού ελέγχου που είχαν επινοηθεί χάρη στην προηγούμενη «πολιτικοποίηση» της ζωής, τώρα έπρεπε να προσαρμοστούν και να αναπτυχθούν για αγοραία χρήση (και η αγοραία χρήση τους αποτελούσε οπωσδήποτε ήττα του «κρατισμού» της προηγούμενης περιόδου -ήττα της οποίας η κορυφαία στιγμή ήταν η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989- μολονότι προφανώς κάθε άλλο παρά συνεπαγόταν την ελευθερία που οραματίζονταν οι εξεγερμένοι νεολαίοι της δεκαετίας του 1960, το αντίθετο). Μέσα σε όλα αυτά, οι δομές της Κοινωνικής Οικονομίας ήρθαν να παίξουν ένα σπουδαιότατο και πολύ σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες μετασχηματισμού, χωρίς να περιορίζονται πάντα μόνο στις ρωγμές και τα διάκενα.

Τότε ήρθε στο προσκήνιο και πήρε μεγάλη έκταση ο θεσμός των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.). Πολλές από αυτές ξεκίνησαν μέσα από τα κινήματα. Έτσι έγινε στην Ινδία στα μέσα της δεκαετίας του 1970 κατά τη δικτατορία που επέβαλε η Ίντιρα Γκάντι. Με αφετηρία τους χώρους των μαοϊκών και των σοσιαλιστών ξεπήδησαν μια νέα σειρά κοινωνικών κινημάτων: το φεμινιστικό, το κίνημα των νταλίτ (η κατώτερη κάστα), οι αγώνες των αυτοχθόνων φυλών στενά συνδεδεμένοι με περιβαλλοντικά ζητήματα, το αντιπυρηνικό κίνημα, το κίνημα στον τομέα της υγείας που συνένωνε γιατρούς και απλούς ανθρώπους στη διεκδίκηση μιας αξιοπρεπούς περίθαλψης. Ο νέος ριζοσπαστικός χώρος που γεννήθηκε τόνιζε την αυτονομία των κινημάτων και τον χαρακτήριζε η καχυποψία απέναντι στο κομματικό σύστημα. Οι αγωνιστές των κινημάτων φαντάζονταν ότι συνέχιζαν την ταξική πάλη σε νέα πεδία. Επιδίωκαν να δώσουν άμεσες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα και γι' αυτό συγκρότησαν εξειδικευμένους μηχανισμούς (παροχής ιατρικής βοήθειας, εκπαίδευσης, κ.λπ.), οι οποίοι όμως πλέον δεν μπορούσαν να συντηρηθούν απλώς με τις συνδρομές των μελών και την εθελοντική εργασία. Η αγωνιώδης αναζήτηση πόρων οδήγησε στην αγκαλιά του κράτους ή των ξένων χρηματοδοτών. Σήμερα έχουν επικρατήσει οι σχέσεις εξάρτησης και η αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρίσκονται οι ξένοι οργανισμοί που επιχορηγούν τις μεγάλες οργανώσεις χρηματοδοτών με κεντρικά γραφεία στο Δελχί, τη Βομβάη και το Μπαγκαλόρ, από τις οποίες εξαρτώνται οι ΜΚΟ στις μεγάλες πόλεις για να φτάσει η αλυσίδα μέχρι τις μικρές μη κυβερνητικές οργανώσεις στις επαρχίες, τις παραγκουπόλεις, κ.λπ. Υπολογίζεται ότι σήμερα υπάρχουν 1.200.000 ΜΚΟ στην Ινδία.

Σε πολλές χώρες και στην ίδια την Ευρώπη εκδηλώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια πειράματα αυτοδιαχείρισης και Αλληλέγγυας και Συνεργατικής Οικονομίας - οικο-κοινότητες, αστικοί αγροί, κοινωνικά κέντρα, καταλήψεις στέγης -τα οποία διατήρησαν πεισματικά τον αντισυστημικό χαρακτήρα τους˙ αποτέλεσαν μάλιστα τον οργανωτικό ιστό του κινήματος εναντίον της παγκοσμιοποίησης ιδιαίτερα κατά την πρώτη και πιο ριζοσπαστική περίοδό του (μέχρι και τις διαδηλώσεις στη Γένοβα 2001).

Ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι «συνεταιρισμοί εργαζομένων» και οι «ανώνυμες εταιρίες εργαζομένων» που ξεκίνησαν κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην Ισπανία (και επίσης στην Ιταλία και τη Γαλλία) από εργαζόμενους, οι οποίοι αναλάμβαναν οι ίδιοι τον έλεγχο των επιχειρήσεων που έκλειναν κατά το κύμα αποβιομηχάνισης της περιόδου 1975-1985 (τότε στην ισπανική βιομηχανία χάθηκαν 800.000 θέσεις εργασίας). Υπολογίζεται ότι στην Ισπανία κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980, αυτό το κίνημα επέτρεψε να διασωθούν 38.500 θέσεις εργασίας. Η λειτουργία αυτών των επιχειρήσεων γίνεται είτε με τη μορφή του συνεταιρισμού εργαζομένων (cooperative) είτε με τη μορφή των «ανώνυμων εταιριών εργαζομένων» (sociedad anonima laboral, SAL) και των «εταιριών εργαζομένων περιορισμένης ευθύνης» (SLL). Στις «ανώνυμες εταιρίες εργαζομένων» το διοικητικό συμβούλιο δεν εκλέγεται από τους εργαζομένους, όπως στους συνεταιρισμούς εργαζομένων, αλλά από τους μετόχους· όμως κανείς δεν μπορεί να κατέχει πάνω από το 1/3 των μετοχών ενώ η πλειοψηφία πρέπει να παραμένει στα χέρια των εργαζομένων. Στην Ισπανία υπήρχαν και λειτουργούσαν το 2007 25.667 «συνεταιρισμοί εργαζομένων», 2.484 «ανώνυμες εταιρίες εργαζομένων» και 17.666 «εταιρίες εργαζομένων περιορισμένης ευθύνης». Οι τελευταίες είναι κυρίως μικροεπιχειρήσεις που αποτελούνται κατά μέσο όρο από τρεις μετόχους και δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών.

Από το 1985 το ισπανικό κράτος υιοθέτησε την εφ’ άπαξ καταβολή («pago unico») του συνόλου του επιδόματος ανεργίας που δικαιούταν ο εργαζόμενος (κατά μέσω όρο 8.000-10.000 Ευρώ) υπό την προϋπόθεση να τοποθετείται αυτό το ποσό στο κεφάλαιο ενός «συνεταιρισμού εργαζομένων» ή μιας «εταιρείας εργαζομένων». Το pago unico απετέλεσε την κύρια πηγή χρηματοδότησης για να πάρει μέρος ένας εργαζόμενος στην Κοινωνική Οικονομία. Με την πάροδο των χρόνων η ύφεση υποχώρησε και δεν επρόκειτο πλέον για καταλήψεις, αλλά για ένα κίνημα συλλογικής αυτοαπασχόλησης. Σε επιχειρήσεις που ξεκινούν κατ’ αυτό τον τρόπο οι άνεργοι επιβιώνουν σε ορίζοντα τριετίας κατά 67%. Η ανάπτυξη αυτών των δομών επιβραδύνθηκε με την ένταξη της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στην Ιταλία, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι εργάτες αναλάμβαναν κατ’ έτος τον έλεγχο 25 χρεοκοπημένων επιχειρήσεων. Από το 1985, με το νόμο Marcora, οι υπό εργατικό έλεγχο εταιρείες χρηματοδοτούνταν με ένα ποσό τριπλάσιο του κεφαλαίου που κατέβαλλαν οι εργάτες από τις οικονομίες τους. Υποστηρίχθηκαν έτσι 59 επιχειρήσεις και διασώθηκαν 5.000 θέσεις εργασίας. Το 1/3 αυτών των επιχειρήσεων τελικά έκλεισε οριστικά, το 1/3 συνέχισε να λειτουργεί και το 1/3 όχι μόνο συνεχίζει να λειτουργεί, αλλά επέστρεψε και τη χρηματοδότηση ώστε να κατευθυνθεί σε άλλες κοινωνικές επιχειρήσεις. Το 1997 η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε την αναστολή του νόμου Marcora υπερασπιζόμενη τα συμφέροντα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Ο νόμος επανήλθε τροποποιημένος το 2001. Ενώ το 1985 και το 2002 [9] οι εργοδότες στράφηκαν εναντίον των ανάλογων νομοθετικών πλαισίων στη Γαλλία.

Παρ’ όλα αυτά, στη σημερινή Ευρώπη ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Κοινωνικής Οικονομίας ιδωμένης στο σύνολό της είναι η διαταξικότητα. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε παλαιότερα, οι δεσμοί με το εργατικό κίνημα είναι μάλλον περιορισμένοι. Η Κοινωνική Οικονομία βρίσκεται ακόμη στον απόηχο των κινημάτων των δεκαετιών του 1960 και του 1970 και της αφομοίωσής τους και προσπαθεί να απαντήσει στα προβλήματα που θέτει η ανάδυση μιας μεταβιομηχανικής κοινωνίας, ενόσω τα μεσοστρώματα διατηρούν λίγο πολύ το βάρος τους και εξασφαλίζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η επιβίωση των πιο περιθωριοποιημένων στρωμάτων του πληθυσμού. Έχει διαχειριστεί την αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, δεν έχει αντιμετωπίσει την κατάρρευσή του. Όμως πλέον, ξεκινώντας από την Ελλάδα, αρχίζει να επιταχύνεται η αποδόμηση, η καταστροφή του κοινωνικού κράτους.

Από αυτή τη σκοπιά έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας σήμερα η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής τα τελευταία 20-30 χρόνια. Στη Λατινική Αμερική η νεοφιλελεύθερη επίθεση εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη βιαιότητα ήδη από τη δεκαετία του 1980 με την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, την εξαθλίωση της εργατικής τάξης και τη μαζική καταστροφή των μεσοστρωμάτων. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας συντελέστηκε σε στενή σχέση με την προσπάθεια επιβίωσης των πληβειακών στρωμάτων του πληθυσμού. Απ’ αυτή την άποψη η Κοινωνική Οικονομία στη Λατινική Αμερική βρίσκεται πιο κοντά στην ευρωπαϊκή εμπειρία του 19ου αιώνα, όταν η εργατική τάξη έπρεπε να οργανώσει η ίδια γύρω από τον εαυτό της θεσμούς κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής για να εξασφαλίσει τη ζωή και την αξιοπρέπειά της. Οι σύντροφοι στη Λατινική Αμερική αντιμετώπισαν ήδη ό,τι θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε εμείς στη χώρα μας στο πολύ άμεσο μέλλον.

Στη Λατινική Αμερική τις τελευταίες δεκαετίες εκδηλώθηκε μια εκπληκτική δημιουργικότητα από το αγωνιζόμενο πλήθος, οι αποκάτω πήραν τον έλεγχο της παραγωγής και της αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής σε μια κλίμακα συγκρίσιμη με εκείνη των μεγάλων εργατικών επαναστάσεων στην Ευρώπη κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. 

Στη Βραζιλία μέσα από αγώνες που στοίχισαν πάνω από 1000 νεκρούς τα τελευταία 20 χρόνια έχουν στηθεί από το «κίνημα των χωρίς γη» (MST) 5000 οικισμοί, στους οποίους ζουν σήμερα 2.000.000 άνθρωποι, οι «ακτήμονες» καλλιεργούν 75.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης (η συνολική έκταση της Ελλάδας είναι 151.957 τ.χλμ). Πρόκειται σχεδόν για μια ολόκληρη χώρα, έναν κόσμο που προσπαθεί να ζήσει «παρακάμπτοντας τον καπιταλισμό», με τις δικές του δημοκρατικές δομές, καλλιεργώντας συνεταιριστικά την γη, παράγοντας με σεβασμό στο περιβάλλον, όχι για την παγκόσμια αγορά αλλά για τις τοπικές ανάγκες, εκπαιδεύοντας τα παιδιά (200.000 μαθητές) σε 2000 ανεξάρτητα από το κράτος σχολεία, τα οποία λειτουργούν σύμφωνα με τις μεθόδους του Φρέιρε. Μια ξεχωριστή, λοιπόν, χώρα έξω από τον καπιταλισμό; Ο Ζοάο Πέντρο Στεντίλε, γνωστό ηγετικό στέλεχος του MST μιλάει για χώρους «πολιτικής αυτονομίας», τους οποίους «οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε για να δημιουργήσουμε μια νέα κουλτούρα, να δημιουργήσουμε νέες κοινωνικές σχέσεις» ως μέρος της προσπάθειας για να «οικοδομήσουμε μια νέα ηγεμονία» «που να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια της εργατικής τάξης» [10].

Στη Βραζιλία, την Αργεντινή και την Ουρουγουάη οι εργάτες πήραν στα χέρια τους χρεοκοπημένες βιομηχανικές επιχειρήσεις και τις λειτούργησαν με επιτυχία οι ίδιοι. Στη Βραζιλία η ANTEAG (Εθνική Ένωση Εργαζομένων στις Αυτοδιαχειριζόμενες Επιχειρήσεις) αναφέρεται σε 307 αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν 15.000 εργαζομένους (οι 52 απ’ αυτές ξεκίνησαν με κατάληψη). Υπάρχουν αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους, την εξόρυξη μετάλλων, την υφαντουργία, τον τουρισμό. Στην Αργεντινή μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ιδίως την περίοδο 2001-2002 έγιναν πάνω από 200 καταλήψεις εργοστασίων. Στο 71% από τις αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια των καταλήψεων, οι εργαζόμενοι αμείβονται εφαρμόζοντας την αρχή της απόλυτης ισότητας, ο ειδικευμένος εργάτης κερδίζει όσο η καθαρίστρια. Η παραγωγικότητα είναι αξιοσημείωτα υψηλότερη στα εργοστάσια όπου οι εργάτες ανέλαβαν την παραγωγή χωρίς τα στελέχη και τους διοικητικούς και όπου το εγχείρημα της ανάληψης του ελέγχου συνοδεύτηκε από σκληρούς αγώνες. Τα εργοστάσια ανέπτυξαν στενές σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης με τη γειτονιά, ο χώρος τους, χώρος παραγωγής, συχνά έγινε ένα κέντρο για την συνοικία, ένας πλήρης δημόσιος χώρος που φιλοξενεί μορφωτικές, πολιτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως διαλέξεις συζητήσεις, εργαστήρια μουσικής, θεάτρου, λογοτεχνίας, προβολή ταινιών, θεατρικές παραστάσεις κ.τ.λ.[11].

Οι οργανωμένες καταλήψεις αστικής γης για τη δημιουργία λαϊκών οικισμών στη Λατινική Αμερική ξεκίνησαν ήδη από τη δεκαετία του 1950. Αυτοί οι αυτοσχέδιοι οικισμοί αποτελούν ένα σημαντικό εγχείρημα έμπρακτης κατάκτησης του «δικαιώματος στην πόλη» από τους αποκάτω. Ο χώρος των οικισμών αυτών συγκροτείται στη βάση ενός εκπληκτικού πλούτου μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης. Πολύ περισσότερο μετά τη νεοφιλελεύθερη επίθεση αποτελεί έναν τόπο, όπου μέσα από τις ατομικές και συλλογικές προσπάθειες των αποκάτω αναδεικνύεται μια παράπλευρη της καπιταλιστικής οικονομία, αδιάσπαστο μέρος των κοινωνικών σχέσεων, αδιαχώριστη από την κοινοτική ζωή.

Σύμφωνα με τον Matos Mar στο Περού κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 υπήρχαν 2100 αυτοσχέδιοι λαϊκοί οικισμοί και σ’ αυτούς ζούσαν εννιά εκατομμύρια άτομα οργανωμένα σε 7000 οργανώσεις. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι αυτός ο πληθυσμός αναπτύσσει μια οικονομία πραγματικά αντίθετη με την κυρίαρχη, η αντίθεση συνίσταται στο ότι τα λαϊκά στρώματα έχουν δημιουργήσει μια άλλη πόλη, με τα δικά της μέσα επικοινωνίας, τις δικές της θρησκευτικές και πολιτιστικές δημιουργίες (π.χ. τη μουσική τσι-τσα), τα δικά της μέσα μεταφοράς (τα μικρο-λεωφορεία) ακόμη και τα δικά της «αυτόνομα συστήματα περιφρούρησης της γειτονιάς και σε ακραίες περιπτώσεις τα λαϊκά δικαστήρια και τις εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες» [12]. Δεν θα συμμεριζόμασταν τον άκριτο ενθουσιασμό του Matos Mar που τον υιοθετεί χωρίς επιφυλάξεις ο Ζιμπέκι. Είναι γεγονός όμως ότι τα μεγέθη που αφορούν την έκταση της λαϊκής αυτοοργάνωσης είναι πραγματικά εντυπωσιακά. Το 2003 υπήρχαν στη Λίμα του Περού 2775 αυτοδιαχειριζόμενα και 1930 επιδοτούμενα λαϊκά εστιατόρια (συλλογικές κουζίνες), καθένα απ’ τα οποία απασχολούσε κατά μέσο όρο 22 γυναίκες και παρήγαγε 100 μερίδες τροφής την ημέρα. Η κρατική βοήθεια δεν κάλυπτε πάνω από το 20% του συνολικού κόστους λειτουργίας. Τα εστιατόρια αυτά, που ξεκίνησαν και ακόμα εξακολουθούν να προωθούνται από ιερωμένους, συνέβαλαν στην «αυτοβοήθεια και την αυτοοργάνωση της παροχής υπηρεσιών, στοχεύοντας στην ενίσχυση της αυτονομίας των φτωχών σε σχέση με το κράτος και τους θεσμούς φιλανθρωπικής βοήθειας…» (Blondet και Trivelli, 2004, σελ.39) [13]. Στη Βενεζουέλα υπάρχουν 6000 Επιτροπές Αστικής Γης (στο Καράκας η καθεμιά συσπειρώνει κατά μέσο όρο 200 οικογένειες) και 2000 Τεχνικές Επιτροπές για το Νερό.

Οι λαϊκές συνοικίες και οι αυτοσχέδιοι οικισμοί προάγουν την αυτονομία τους, αναπτύσσοντας στο χώρο τους ένα σύνολο αυτοελεγχόμενων μορφών παραγωγής που καθιστούν τους κατοίκους ανεξάρτητους από τους εργοδότες και το κράτος. Στο Ελ Άλτο της Λα Παζ οι κάτοικοι επιδίδονται - μέσω μικρών οικογενειακών εργαστηρίων που στηρίζονται στην αυτοαπασχόληση και την περιορισμένη χρήση μισθωτής εργασίας – όχι μόνο στο μικρεμπόριο και τις υπηρεσίες αλλά και στη μεταποίηση. Το απασχολούμενο εργατικό δυναμικό είναι νεανικό και μορφωμένο, διακρίνεται από ένα ισχυρό πνεύμα ανεξαρτησίας και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του 2003. Μια πλευρά αυτής της ανεξαρτησίας των αποκάτω είναι η παραγωγή της τροφής τους από τους ίδιους. 200 αστικοί αγροί καλλιεργούνταν μέσα στην καρδιά του αστικού ιστού του Μοντεβιδέο κατά το κορύφωμα της οικονομικής κρίσης στην Ουρουγουάη και ένα μέρος τους εξακολουθεί να υπάρχει παρά την οικονομική ανάπτυξη μετά το 2004.

Ήδη πριν από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση είχε επισημανθεί ότι τα κοινωνικά δίκτυα αμοιβαίας ανταλλαγής αποτελούσαν «το σημαντικότερο στοιχείο της κοινωνικής δομής του λαϊκού οικισμού» και είχε τονιστεί ο ρόλος κλειδί της αμοιβαίας εμπιστοσύνης (Larissa Lomnitz, 1975) [14]. Με την εκτεταμένη καταστροφή των μεσοστρωμάτων τις δεκαετίες που ακολούθησαν, τα δίκτυα ανταλλαγών συμπεριέλαβαν πολλά εκατομμύρια ανθρώπους και όχι μόνο από τις λαϊκές τάξεις (στο αποκορύφωμα της κρίσης στην Αργεντινή τα δίκτυα ανταλλαγής αγαθών χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος συμπεριελάμβαναν 3-5 εκατομμύρια ανθρώπους). Επιδιώχθηκε ή απλώς προέκυψε μέσα στις δίνες της κρίσης η ανταλλαγή αγαθών που δεν ήταν πια εμπορεύματα, η προτεραιότητα στις σχέσεις πρόσωπο με πρόσωπο, η δημιουργία δεσμών εκτός αγοράς ανάμεσα σε παραγωγούς-καταναλωτές και ανάμεσα σε παραγωγούς από διαφορετικούς τομείς της οικονομίας. Όλες αυτές οι εμπειρίες, η βίαιη εισβολή της παγκόσμιας αγοράς, η απορρύθμιση των εθνικών αγορών και η κατάρρευση των κεντρικά σχεδιασμένων οικονομιών άνοιξαν τη συζήτηση για την επανεκτίμηση της έννοιας και της λειτουργίας της αγοράς. Έγινε λόγος για το «δίκαιο εμπόριο» ή για την επανοικειοποίηση του αρχικού χαρακτήρα της αγοράς [15].


Στη συνέχεια αυτής της κοσμογονίας αριστερές δυνάμεις ανέλαβαν την κυβερνητική εξουσία σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής και στηρίχτηκαν στη δύναμη των κινημάτων για να πετύχουν την ανασύσταση του διαλυμένου από τον νεοφιλελευθερισμό κοινωνικού συμβολαίου. Εφάρμοσαν μια εναλλακτική στον νεοφιλελευθερισμό διαχείριση του καπιταλισμού, η οποία ήταν επίσης διαφορετική από εκείνη της παλαιάς σοσιαλδημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους. Η «καθολικότητα των δικαιωμάτων» η οποία ήταν σύστοιχη της πλήρους απασχόλησης και της ενότητας της πολιτικής κοινωνίας (political society) δεν διασώθηκε.

Σ’ αυτή τη νέα μορφή κράτους, που είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του μεταπολεμικού εθνικού ευρωπαϊκού κράτους, δεν έχουν νόημα τα καθολικά δικαιώματα ούτε θέση το κοινωνικό κράτος και δημόσιοι θεσμοί, όπως το δημόσιο σχολείο και τα συστήματα δημόσιας υγείας, τα οποία με μια αποδεκτή ποιότητα υπηρεσιών συμπεριελάμβαναν ή απευθύνονταν χωρίς διακρίσεις σε όλους τους πολίτες. Παρ’ όλα αυτά παρά την έκλειψη του κοινωνικού κράτους στη Λατινική Αμερική η ιδέα της κοινωνικής πρόνοιας διασώθηκε. Η καπιταλιστική ολιγαρχία κάτω από τη συνεχή πίεση των λαϊκών αγώνων παραιτήθηκε, προσωρινά τουλάχιστον, από το σχέδιο της πλήρους ιδιωτικοποίησης των κοινών αγαθών και των θεσμών αναπαραγωγής της εργατικής τάξης ∙ αναγκάστηκε να δεχθεί μέτρα κοινωνικής προστασίας, ορισμένους περιορισμούς στην ελεύθερη αγορά και να αποδώσει ένας μέρος της υπεραξίας για να χρηματοδοτηθούν οι ανάγκες των πιο φτωχών. Σε κάθε περίπτωση το σπάταλο, αναποτελεσματικό και γραφειοκρατικό κράτος πρόνοιας δεν μπορούσε να σωθεί και οι προνοιακοί μηχανισμοί, ακολουθώντας και τις τρέχουσες ιδέες «εναντίον του κρατισμού», προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα, αξιοποιώντας δομές τις οποίες ανέδειξε η πάλη των αποκάτω. Το κράτος έρχεται να συνδράμει επικουρικά την οικονομία επιβίωσης των φτωχών μέσω των ΜΚΟ και των λαϊκών οργανώσεων στις οποίες περνάει μεγάλο μέρος των αρμοδιοτήτων που κατείχε παλαιότερα το κράτος πρόνοιας. «Οι οργανώσεις των αποκάτω έχουν μετατραπεί σε ακρογωνιαίο λίθο των κοινωνικών πολιτικών» [16]. Επίσης τις προνοιακές λειτουργίες αναλαμβάνει όχι ακριβώς η αγορά, αλλά ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους για τους κρατικούς πόρους μη κερδοσκοπικές εταιρείες ιδιωτικού δικαίου ∙ οι τελευταίες (εταιρείες Κοινωνικής Οικονομίας, ΜΚΟ) είναι ανοιχτές στη συμμετοχή ανθρώπων από τις λαϊκές τάξεις των οποίων επικαλούνται τις επιχειρηματικές αρετές. Πρόκειται για μια προστατευόμενη και κρατικά υποβασταζόμενη αγορά κοινωνικών υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες του κεντρικού κράτους αρκούνται σ’ έναν ελεγκτικό και ρυθμιστικό ρόλο. Το όλο σύστημα μπορεί να δράσει εντοπισμένα, σύμφωνα με τις κάθε φορά ιδιαίτερες ανάγκες μέσα σ’ ένα εξαιρετικά ανομοιογενές, ασυνεχές και συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο ∙ μπορεί να φτάσει και στους πιο απόμακρους λαβυρίνθους της ιδιωτικής κοινωνίας, κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να πετύχει ο δύσκαμπτος κρατικός μηχανισμός. Έτσι υφαίνεται ό,τι ονομάζουμε δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Βέβαια εδώ τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι κατανοητά στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή τους : σαν η οριακή επιβίωση της ανθρώπινης ζωής. Πρόκειται για τα δικαιώματα της «γυμνής ζωής». Στο πλαίσιο αυτής της μορφής κράτους δεν μπορεί να γίνει καμιά θετική κατανόηση των δικαιωμάτων στην κατεύθυνση της ανάπτυξης των δεξιοτήτων του πολίτη.

Με το νέο κοινωνικό συμβόλαιο η Κοινωνική Οικονομία έρχεται να καλύψει μια πολύ σημαντική έκταση του κοινωνικού πεδίου. Όχι μόνο αναλαμβάνει τις λειτουργίες του κράτους πρόνοιας, αλλά συγχέεται με την οικονομία επιβίωσης και την άτυπη οικονομία, από την οποία ζούνε μερίδες του πληθυσμού, που σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής είναι η πλειοψηφία. Η κριτική της Κοινωνικής Οικονομίας από αντικαπιταλιστική σκοπιά είναι επιβεβλημένη (και ζητούμενη), αλλά το να νομίζει ένα πολιτικό επαναστατικό κίνημα ότι μπορεί, ζώντας σ’ αυτές τις χώρες να δράσει εκτός της Κοινωνικής Οικονομίας είναι σαν να θέλει να δράσει εκτός κοινωνίας. Επαναλαμβάνουμε, πρέπει να δούμε την Κοινωνική Οικονομία στο σύνολό της και μέσα από τις αντιφάσεις της και να αναζητήσουμε τη διέξοδο μέσα απ’ αυτές.

     • Η Κοινωνική Οικονομία συνδέεται με πολλούς τρόπους με την οικονομία της αγοράς ∙ με σχέσεις που μπορεί να γίνουν ανταγωνιστικές αλλά τις περισσότερες φορές είναι συμπληρωματικές. Σε αδρές γραμμές ισχύει και γενικότερα αυτό που γράφει ο Alvaro Garcia Linera για τα οικογενειακά εργαστήρια και τις μικροεπιχειρήσεις στο Ελ Άλτο. Σύμφωνα με το Linera αυτές οι μορφές παραγωγής δεν είναι συγκυριακές, αλλά η ιστορική και μεσοπρόθεσμη μορφή διευρυμένης παραγωγής στη Βολιβία», πρόκειται για μορφές παραγωγής μη καπιταλιστικές, αν και η αγορά και το κεφάλαιο «τις καθιστούν εκ νέου εργαλειακές» [17].

     • Η Κοινωνική Οικονομία (και οι κατώτερες τάξεις γενικότερα) βρίσκονται σε σύγκρουση με το κράτος, αλλά πιο συχνά είναι σε διαπραγμάτευση μαζί του ∙ η διαπραγμάτευση είναι συνεχής και γίνεται σε όλη την έκταση των δικτύων που απαρτίζουν το σύγχρονο κράτος χωρίς φυσικά να εξαιρείται το κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Για τις επιχειρήσεις της Κοινωνικής Οικονομίας και τις ζωές των εκατομμυρίων ανθρώπων που ζούνε από αυτές δεν είναι καθόλου αδιάφορο το ποιο κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση ∙ οι δοσοληψίες με την πολιτική εξουσία δεν αντιφάσκουν οπωσδήποτε με μια ορισμένης μορφής αυτονομία, αντίθετα μερικές φορές την προϋποθέτουν. Το σύγχρονο κράτος δεν λειτουργεί δια της αντιπροσώπευσης (καθώς αίρεται η διάκριση ιδιωτικής και πολιτικής κοινωνίας) αλλά δια της διασύνδεσης και της συσχέτισης όχι «δύο» αλλά πολλών κόσμων σε «συνθήκες σύγκρουσης/συμμαχίας, κάτι που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα αλληλεπιδράσεων, από την αντιπαράθεση μέχρι τη διαπραγμάτευση, τις συμμαχίες και τις συμφωνίες» [18]. Η συμμετοχή των λαϊκών στρωμάτων στην καθεστωτική πολιτική δεν έχει κάτι το χειραφετητικό μόνο και μόνο γιατί αυτά έδρασαν «χωρίς να αναλαμβάνουν κάποια σταθερή δέσμευση απέναντι σε κόμματα ή σε ηγέτες, αλλά δημιουργώντας “σχέσεις με όρους κόστους και οφέλους που λειτουργούν υποστηρικτικά σε συγκεκριμένες διαπραγματευτικές διαδικασίες” (Degregori και Grompone, [19] 1991)», όπως νομίζει ο Ζιμπέκι, ο οποίος κατά τα άλλα παραπονιέται γιατί η άνοδος των αριστερών κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία έχει αφυδατώσει τα κοινωνικά κινήματα.

     • Μόνο η προοπτική της μετωπικής σύγκρουσης με το Κράτος (που αντλεί από την πολύ παλιά και κεντρική φαντασιακή σημασία για μια Τελική Αναμέτρηση ή Κρίση) μπορεί να απελευθερώσει την δυναμική προς την κατεύθυνση μιας ελεύθερης ανθρωπότητας η οποία δημιουργείται καθημερινά στους κόσμους των αποκάτω∙ να δώσει νέα, ακόμη πιο πλούσια και ριζοσπαστικά περιεχόμενα στη θεσμίζουσα δραστηριότητα των λαϊκών τάξεων που εκδηλώνεται διαρκώς ήδη μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Ωστόσο, οι πιθανότητες για μια επαναστατική ρήξη στο άμεσο μέλλον δεν φαίνονται μεγάλες, ο δρόμος της επανάστασης παραμένει για την ώρα κλειστός.

Κοινωνικά κινήματα και κράτος (Κοινωνική Οικονομία και αγορά) δεν είναι και δεν μπορούν να είναι σε καμιά περίπτωση «δύο αυτόνομοι και δύο αυτάρκεις κόσμοι που σχετίζονται μεταξύ τους ως τέτοιοι» [20]. Η προτροπή να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε (ή να καταστρέψουμε) την εξουσία, απόψεις της μορφής: «Αγώνες χωρίς το κράτος και όχι ενάντια στο κράτος. Το να σκέπτεσαι χωρίς το κράτος και όχι ενάντια στο κράτος σημαίνει ότι έχουμε πλέον περάσει σε άλλες συντεταγμένες» [21], συσκοτίζουν την επίγνωση της δύσκολης πραγματικότητας.

Η παρουσίαση της Κοινωνικής Οικονομίας θα έπρεπε να συμπεριλάβει αναφορές από την Κίνα και την Ινδία (τις δύο κατ’εξοχήν ανερχόμενες, μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, περιοχές του πλανήτη). Γνωρίζουμε τον σπουδαίο ρόλο που έπαιξε η κοινοτική παράδοση των ιθαγενών στην ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας στη Λατινική Αμερική. Ποιες είναι οι δυνατότητες της Κοινωνικής Οικονομίας στην Ινδία, σε μια χώρα στην παράδοση της οποίας δεσπόζει η πολυσυζητημένη ινδική κοινότητα;

Επίσης δυστυχώς έχουμε αφήσει σε εκκρεμότητα την μελέτη των δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης που αναπτύσσουν τα ισλαμιστικά κινήματα στον μουσουλμανικό κόσμο. Πρόκειται απλώς για θεσμούς στο πλαίσιο της παράδοσης της Zakāt, «το πρώτο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης», όπως την αποκάλεσε ο Bentall [22], ή θα πρέπει να υποψιαστούμε και να αναζητήσουμε νεωτερικά και μετανεωτερικά περιεχόμενα, λαμβάνοντας υπόψη τον ριζοσπαστικό εκσυγχρονιστικό χαρακτήρα των ισλαμιστικών κινημάτων; Υπενθυμίζουμε ότι στη Λατινική Αμερική η Κοινωνική Οικονομία έχει στενή σχέση με την Καθολική Εκκλησία.

Σημειώσεις:
1. Για τα κοινωνικά κινήματα στην Αγγλία τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, βλ. Καρλ Πολάνυι, «ο μεγάλος μετασχηματισμός», ελλ.εκδόσεις Νησίδες, 2001, σελ. 165-167.
2. Dick Geary«Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ. εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 63, 67, 68.
3. Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 136.
4. Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 136.
5. Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 134.
6. Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 177.
7. Χάνα Άρεντ «Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς», εκδ. Νησίδες, 1998, σελ. 33, 35.
8. Κρίστοφερ Λας «Η κουλτούρα του ναρκισσισμού», εκδ. Νησίδες, σελ. 153, 165.
9.    Βλ. Cecil Raimbeau, Des travailleurs “recuperent” leursentreprises, Monde Diplomatique, Decembre 2007.
10. Βλ. περιοδικό Resistencias, τεύχος 7, Οκτώβριος 2007.
11. Τα στοιχεία για τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια είναι του έτους 2007, Βλ. Raul Zibechi, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.115, 116, 117, 118, 119, 120.
12. Βλ. Raul Zibechi, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.240.
13. Βλ. Raul Zibechi, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ. 256.
14. Βλ. Raul Zibechi, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ. 216.
15. Βλ. Raul Zibechi, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ. 112.
16. Βλ. Raul Zibechi, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ. 14.
17. Βλ. Raul Zibechi, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.90.
18. Βλ. Raul Zibechi, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ. 242.
19. Βλ. Raul Zibechi, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ. 242.
20. Βλ. Raul Zibechi, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ. 241.
21. Βλ. Raul Zibechi, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ. 104.
22. Βλ. Γεράσιμος Μακρής, «Ισλάμ, πεποιθήσεις, πρακτικές και τάσεις», Ελληνικά Γράμματα 2004, σελ. 289.