27/3/13

Δημοκρατία και Οικονομία

Άρθρο του Γιώργου Ν. Οικονόμου, Δρ Φιλοσοφίας, από την έκδοση «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ» Αθήνα, Πράσινο Ινστιτούτο, Φεβρουάριος 2012.

Η γενικευμένη κρίση που διέρχεται η Ελλάς επί τρία συνεχή έτη και αγγίζει πλέον την καταστροφή έφερε και έναν ευρύ προβληματισμό, που δεν υπήρχε πριν, γύρω από πολλά ζητήματα. Μερικά από αυτά είναι η οικονομία, το πολιτικό σύστημα, ο τρόπος ζωής, η δημοκρατία και η κοινωνική οικονομία. Ως συνέπεια αυτού του προβληματισμού και εξ αιτίας της αυξανόμενης λιτότητας, των συνεχών περικοπών και της καλπάζουσας ανεργίας υπήρξαν και πρωτοβουλίες για την ίδρυση νέων εναλλακτικών εγχειρημάτων, όπως ανταλλακτικά παζάρια, ανταλλακτικές κοινότητες χρόνου, τράπεζες σπόρων, συλλογικοί αυτοδιαχειριζόμενοι λαχανόκηποι, συνεταιρισμοί παραγωγών και καταναλωτών, αλληλέγγυο εμπόριο, αυτοδιαχειριζόμενοι κοινωνικοί χώροι, κοινωνικά ιατρεία κ.λπ.


Η ιδέα που υποβαστάζει και κινεί αυτά τα εγχειρήματα είναι η συγκρότηση υποδομών («αντιδομών»), οι οποίες θα προσπαθήσουν να λύσουν σημαντικά προβλήματα επιβίωσης στις τρομερά δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Περαιτέρω οι προσπάθειες αυτές μαζί με άλλες θεωρούνται ως το πρόπλασμα για δημιουργία νέων κοινωνικών σχέσεων και εναλλακτικών τρόπων συμβίωσης. Θεωρούνται ακόμη ως σκόπευση για μία κοινωνική οικονομία, που θα είναι αποκεντρωμένη και θα εξυπηρετεί την τοπική κοινωνία, θα προσφέρει βιολογικά γεωργικά και κτηνοτροφικά τρόφιμα, ανακυκλώσιμα βιοτεχνικά και βιομηχανικά προϊόντα, ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, και θα έχει ως αποτέλεσμα τον σεβασμό στο περιβάλλον και την οικολογική παιδεία.

Αυτά τα ασφαλώς σημαντικά εγχειρήματα, εφ’ όσον εκ των πραγμάτων έχουν μερική άποψη της πραγματικότητας, θέτουν εμμέσως το ζήτημα της ευρύτερης κοινωνικής οικονομίας και τη σύνδεσή της με το γενικό πολιτικό πρόβλημα. Θέτουν το ζήτημα κατά πόσο μπορεί να ευδοκιμήσουν κινήσεις οι οποίες de facto αντιστρατεύονται το υπάρχον σύστημα παραγωγής, διανομής, εμπορίου και χρηματοδότησης που στηρίζεται στο κέρδος, από τη στιγμή που μένει άθικτο αυτό ακριβώς το οικονομικό σύστημα καθώς και το ευρύτερο πολιτικό καθεστώς. Ακόμη, για να υπάρξει μία γενικευμένη κοινωνική οικονομία θα πρέπει να υποστηρίζεται από μία κοινωνική ηθική, με την έννοια της κοινωνικής ευαισθησίας και αλληλεγγύης, της ευθύνης και της υπευθυνότητας για το κοινωνικό κοινό αγαθό. Από τη στιγμή που οι γραφειοκρατίες και τα κόμματα αποκλείονται ως εχθρικά προς αυτόν τον σκοπό – αφού πρώτον, το καθένα από αυτά έχει μόνο μερική αντίληψη της πραγματικότητας και ενδιαφέρονται κυρίως για το δικό τους συμφέρον, την αναπαραγωγή της εξουσίας τους, και δεύτερον, για τον λόγο αυτόν, έχουν αποτύχει στη διακυβέρνηση - εμπλέκεται αναγκαστικώς η κοινωνία, η οποία είναι η μόνη αρμόδια και ικανή για τον καθορισμό του κοινού αγαθού. Είναι μεν πολύ σημαντικό και βαθύτατα ηθικό ζήτημα η επιβίωση ορισμένων κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων αλλά είναι εξ ίσου σημαντικό το κοινό αγαθό, το οποίο λεηλατημένο από ιδιωτικά και κομματικά συμφέροντα καταρρέει, συμπαρασύροντας τα κατώτερα και μεσαία στρώματα. Μόνο η κοινωνία συνολικά μπορεί να καθορίσει κατευθύνσεις, σκοπούς και πράξεις προς όφελος του κοινού αγαθού και του συνόλου της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει κοινωνική πολιτική, πολιτική από την ίδια την κοινωνία, η οποία θα πρέπει να αποφασίσει πώς θέλει να προχωρήσει, να επανακαθορίσει τις συνολικές ανάγκες και επιθυμίες, και τους τρόπους με τους οποίους αυτές μπορούν να ικανοποιηθούν. Να καθορίσει επίσης τι σημαίνει «ανάπτυξη», τι επιπτώσεις έχει αυτή και προς ποια κατεύθυνση θα προσανατολισθεί. Έτσι αναγκαστικώς η συζήτηση τίθεται σε μακροκοινωνικό επίπεδο, οπότε υπεισέρχεται το ζήτημα της συνολικής πολιτικής και της συμμετοχής των ατόμων στη συζήτηση, στην πληροφόρηση και στις αποφάσεις.

Τα καινοφανή εγχειρήματα της κοινωνικής οικονομίας απ’ ότι φαίνεται έχουν πρωτίστως οικονομικό και κοινωνικό χαρακτήρα – δεν θέτουν ρητώς το ζήτημα της γενικής πολιτικής οργάνωσης και συνολικότερα το πολιτικό ζήτημα. Στις δύσκολες όμως συνθήκες που έχει οδηγηθεί η κοινωνία το κύριο ζήτημα είναι αυτό που διαμορφώνεται στην κεντρική πολιτική σκηνή. Η αιτία των προβλημάτων, της ανεργίας, της φτώχειας, της χρεοκοπίας και της γενικευμένης παρακμής βρίσκεται στο συγκεκριμένο πολιτικό και οικονομικό σύστημα – χωρίς αυτό να σημαίνει πως η κοινωνία δεν έχει τις δικές της ευθύνες. Αυτό το σύστημα πρέπει να αλλάξει, και η αλλαγή δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τον πολιτικό αγώνα των ανθρώπων. Δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου για α-πολιτικές συμπεριφορές - δεν εννοώ α-κομματικές, αντιθέτως, αυτές είναι αναγκαίες και οι μόνες άλλωστε που μπορούν να αποτελέσουν ουσιαστική προοπτική, όπως εξηγώ πιο κάτω. Στο πλαίσιο αυτό τίθεται το ζήτημα κατά πόσον είναι σκόπιμο και εφικτό τα εγχειρήματα αυτά να υπερβούν τον τοπικό, συγκυριακό ή τεχνικό χαρακτήρα τους και να ενταχθούν σε μία ευρύτερη στόχευση που θα τις συνέχει, να συνδεθούν με ένα συνεκτικό κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό πρόταγμα. Από τη στιγμή που μερικές από αυτές στηρίζονται στην αυτοοργάνωση, στις συλλογικές πρωτοβουλίες από τα κάτω, στη συλλογική αυτοδιαχείριση και τoν αμεσοδημοκρατικό τρόπο λειτουργίας, ανακινούν έτσι εμβρυωδώς και προϋποθέτουν υποτυπωδώς την έννοια της άμεσης δημοκρατίας. Η τελευταία δεν είναι μόνο διαδικασία ή τρόπος λειτουργίας, αλλά συνιστά συνολικό πρόταγμα συνύπαρξης και συμβίωσης, είναι δημοκρατικό πολίτευμα με θεσμούς, νόμους, δομές, και ταυτοχρόνως είναι δημοκρατική κοινωνία με δημοκρατικά άτομα. Επανέρχομαι στο θέμα αυτό στο τελευταίο μέρος του κειμένου.

Συνεπώς φαίνεται απαραίτητη η εκ παραλλήλου πορεία της κοινωνικής οικονομίας, καθώς και των κοινωνικών κινημάτων και της οικολογίας, με ένα συνολικό δημοκρατικό πρόταγμα. Διαφορετικά υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος που έχει επισημάνει ο Κ. Καστοριάδης προκειμένου για την οικολογία: «εάν δεν υπάρξει ένα καινούργιο κίνημα, μία αφύπνιση του δημοκρατικού προτάγματος, η “οικολογία“ μπορεί πολύ καλά να ενσωματωθεί σε μία νεοφασιστική ιδεολογία. Για παράδειγμα, μπροστά σε μία παγκόσμια οικολογική καταστροφή, άνετα θα βλέπαμε αυταρχικά καθεστώτα να επιβάλλουν δρακόντειους περιορισμούς σε ένα πανικόβλητο και απαθή πληθυσμό. Η ένταξη της οικολογικής συνιστώσας σε ένα ριζοσπαστικό πολιτικό δημοκρατικό πρόταγμα είναι απαραίτητη. Και είναι όλο και πιο επιτακτική στον βαθμό που η επαναμφισβήτηση των αξιών και των προσανατολισμών της τωρινής κοινωνίας, την οποία συνεπάγεται ένα τέτοιο πρόταγμα, είναι αδιαχώριστη από την κριτική του φαντασιακού της ’’ανάπτυξης’’ με βάση την οποία ζούμε»1.

Είναι γεγονός πως η τόσο επιθυμητή και πολυσυζητημένη στην Ελλάδα «ανάπτυξη» δεν μπορεί να επιτευχθεί από τα κόμματα, τους πολιτικούς, τις γραφειοκρατίες, τους πάσης φύσεως «ειδικούς» και από την ιθύνουσα οικονομική εξουσία. Αυτοί όλοι έχουν αποτύχει. Δεν έχουν καν καθορίσει, και είναι ανίκανοι να καθορίσουν, ποιοι είναι οι παραγωγικοί τομείς, που, εκ παραλλήλου με τη δημιουργία θέσεων εργασίας, θα διασφαλίζουν βιώσιμη ανάπτυξη και θα αυξάνουν το ΑΕΠ, από το οποίο θα καλύπτεται το δημοσιονομικό έλλειμμα. Δεν έχουν σχέδιο, πρόγραμμα και προοπτική, όπως δεν είχαν ποτέ. Χαρακτηρίζονταν διαρκώς από προχειρότητα, έλλειψη μακροπρόθεσμης στρατηγικής και ευέλικτης τακτικής, από απουσία σκοπών και έλλογων μέσων προς επίτευξη των σκοπών. Τα κεφάλαια που δανείζεται το κράτος και οι τράπεζες διοχετεύονται είτε στην κατανάλωση, σε αεριτζήδες και αετονύχηδες «επιχειρηματίες» (τα γνωστά κρατικοδίαιτα λαμόγια) είτε σε παραγωγικούς τομείς οι οποίοι δεν είναι ανταγωνιστικοί διεθνώς. Εν ολίγοις, η πολυπόθητη ανάπτυξη φαντάζει ουτοπία με τα σημερινά δεδομένα του πολιτικού συστήματος και της ιθύνουσας οικονομικής ελίτ.

Από την άλλη, τα εμπόδια στην «ανάπτυξη» δεν είναι μόνο η έλλειψη κεφαλαίων ή επενδύσεων ή τεχνικής εξειδίκευσης, αλλά κυρίως η έλλειψη πολιτισμικών προϋποθέσεων. Όπως σημειώνει ο Κ. Καστοριάδης, πολλά πράγματα που θεωρούνταν αυτονόητα στο δυτικό σύστημα της ελεύθερης αγοράς και ως σύμφυτα με την ανθρώπινη φύση, δεν ανήκαν καθόλου στην ανθρώπινη φύση, αλλά στην κουλτούρα, στις πολιτισμικές συνθήκες2. Αυτές οι πολιτισμικές προϋποθέσεις απουσίαζαν και απουσιάζουν από την νεοελληνική κοινωνία, η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη καθυστέρηση σε όλους τους τομείς (παραγωγή, διανομή, οικονομία, εκπαίδευση, δίκαιο, θεσμοί) και είναι υποδουλωμένη σε αρνητικές σημασίες, όπως εθνικισμός, λαϊκισμός, κομματισμός, κρατισμός, ατομικισμός, συντεχνιασμός, οικογενειοκρατία, φοροδιαφυγή, άγνοια ή περιφρόνηση του δημοσίου συμφέροντος, διαφθορά, πελατειακές σχέσεις, καταναλωτισμός, τηλεθέαση, φθηνή διασκέδαση, αισθητικός εκχυδαϊσμός, ισχυρή επιρροή της θρησκείας, με σημαίνοντα ρόλο της Εκκλησίας που επιβάλλει τον μη χωρισμό της από το κράτος3.

Άλλωστε η ίδια η έννοια της «ανάπτυξης» έχει τεθεί πλέον υπό αμφισβήτηση. Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1960 κάποιοι στοχαστές όπως ο Ιβάν Ίλιτς, ο Αντρέ Γκόρζ και ο Κορνήλιος Καστοριάδης άσκησαν κριτική στις κυρίαρχες αρχές του καπιταλισμού, στην απεριόριστη ανάπτυξη και παραγωγικότητα, στην κοινωνία της κατανάλωσης, στις έννοιες φετίχ-οδηγούς των δυτικών κοινωνιών (κοινωνικές φαντασιακές σημασίες κατά τον Κ. Καστοριάδη), στην πρόοδο, την επιστήμη και την τεχνική, επισημαίνοντας και τις μεγάλες καταστροφές που αυτές είχαν στο φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον. Στα μετέπειτα έτη η εντεινόμενη οικολογική κρίση ευαισθητοποίησε περισσότερους και εμφανίσθηκαν τα πρώτα οικολογικά κινήματα. Εν συνεχεία αρχίζει να συστηματοποιείται η ριζοσπαστική κριτική στην καπιταλιστική ανάπτυξη καθώς και η πρόθεση για τον σχεδιασμό ενός εναλλακτικού προτάγματος για μία πολιτική της απο-ανάπτυξης. Η τελευταία σημαίνει κατ’ αρχάς ρήξη με τις βασικές αρχές του καπιταλισμού, τη διαρκή ανάπτυξη/μεγέθυνση, τη συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας και τον καταναλωτισμό. Σημαίνει επίσης και την ταυτόχρονη αναδιοργάνωση της ζωής σε εντελώς καινούργιες αξίες, όπως η ολιγάρκεια, η αλληλεγγύη, το μέτρο, ο αυτοπεριορισμός, το μοίρασμα. Οι περισσότερες από αυτές τις αξίες αποτελούν και στόχους της κοινωνικής οικονομίας. Η ρήξη και η αναδιοργάνωση είναι ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί η επαπειλούμενη οικολογική και ανθρωπιστική καταστροφή4. Η απο-ανάπτυξη είναι ένα πολιτικό πρόταγμα, που συνίσταται στη δημιουργία συμβιωτικών, αυτόνομων και οικονόμων κοινωνιών και ως τέτοιο εντάσσεται στο δημοκρατικό πρόταγμα5.

Εφ’ όσον το αποτυχημένο ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι πλήρως ανίκανο για οποιαδήποτε ανάπτυξη, η λύση εναπόκειται πλέον στην αφύπνιση της κοινωνίας, και εδώ έγκειται το μέγιστο πολιτικό ζήτημα. Διότι για να υπάρξει ένας βιώσιμος τρόπος συνύπαρξης, χρειάζεται αναδιάρθρωση στην οικονομία, στην παραγωγή, στη διανομή και γενικώτερα στους θεσμούς και στις δομές, οπότε η κοινωνία πρέπει να αποφασίσει για μία σειρά ζητημάτων σχετικών με τους προηγούμενους τομείς, φυσικά για την ανάπτυξη ή την απο-ανάπτυξη και για τα μέσα τα απαραίτητα για την υλοποίηση. Πρέπει προς τούτο να υπάρξει πρωτίστως άμεση συμμετοχή των ανθρώπων, με ενημέρωση και πληροφόρηση, δηλαδή δημοκρατία. Με τον όρο «δημοκρατία» δεν εννοώ βεβαίως το σημερινό πολιτικό σύστημα που, αν και ονομάζεται «δημοκρατία», «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» ή «κοινοβουλευτική δημοκρατία», εν τούτοις δεν έχει σχέση με το δημοκρατικό πολίτευμα. Είναι καθαρή ολιγαρχία, διότι οι ολίγοι κυβερνούν, οι ολίγοι λαμβάνουν τις αποφάσεις και θεσπίζουν τους νόμους προς όφελος των ολίγων ισχυρών. Στηρίζεται δηλαδή στην πολιτική ανισότητα, η οποία διατηρεί και επικυρώνει την οικονομική και κοινωνική ανισότητα. Ο Κ. Καστοριάδης σωστά την αποκάλεσε «φιλελεύθερη ολιγαρχία», η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της δημοκρατίας - η δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι άμεση6. Όμως οι φορείς και οι ηρακλειδείς του αντιπροσωπευτικού συστήματος έχουν κατορθώσει με την διαρκή προπαγάνδα να επιβάλουν την ιδέα πως το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα είναι δημοκρατία. Αυτή είναι η φενακιστική δύναμη και η αλλοτριωτική επίδραση της ολιγαρχικής ιδεολογίας. Η ιδεολογία εννοείται εδώ ως ένα σύνολο ιδεών που σκοπό έχει τη μυθοποίηση της πραγματικότητας και τη συγκάλυψή της, αντί για την κατανόησή της.

Κύρια στοιχεία αυτής της ιδεολογίας είναι πρώτον, η αντιπροσώπευση με τις εκλογές και τα κόμματα, και δεύτερον, η αναγκαιότητα των «ειδικών». Το σύγχρονο φαντασιακό έχει αποικισθεί από αυτές τις έννοιες. Όμως η παγκόσμια οικονομική κρίση έδειξε με έντονο τρόπο την παταγώδη αποτυχία των δύο αυτών κεντρικών φαντασιακών σημασιών του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Όσον αφορά το πρώτο, οι πολιτικοί και τα ποικίλα κόμματα (δεξιά, κεντρώα, σοσιαλδημοκρατικά, αριστερά), που οι εκλογικές διαδικασίες ανέδειξαν στη διακυβέρνηση των χωρών, δεν μπόρεσαν να προβλέψουν την κρίση και επί πλέον ευθύνονται με τις πολιτικές τους για την έλευσή της. Παραδόθηκαν στη δύναμη και τη γοητεία των αγορών και στον μύθο της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, που είχε επιβληθεί από τη δεκαετία του 1980, ξεκινώντας από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Οι πολιτικές ελίτ έγιναν έτσι φορείς του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, που επέφεραν παντός είδους καταστροφές σε όλα τα πεδία: φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον, χρεοκρατίες και χρεοκοπίες, ανθρωπιστική και πολιτισμική εξαθλίωση. Αποδείχθηκε επί πλέον πως οι αντιπρόσωποι (βουλευτές, υπουργοί, περιφερειάρχες, δήμαρχοι) δεν αντιπροσωπεύουν το κοινό αγαθό και τα συμφέροντα της κοινωνίας, αλλά τα δικά τους, των κομμάτων τους, των επιχειρήσεων και των τραπεζών.

Η δεύτερη αποτυχία είναι των πάσης φύσεως «ειδικών», τεχνοκρατών, συνταγματολόγων, πολιτειολόγων, κοινωνιολόγων, θεωρητικών στοχαστών, κυρίως οικονομικών ειδημόνων και οικονομολόγων που πλαισιώνουν κυβερνήσεις, υπουργεία, κοινοβούλια, κρατικές εταιρείες, κρατικούς οργανισμούς, χρηματιστήρια, επιχειρήσεις και τράπεζες. Ούτε αυτοί μπόρεσαν να προβλέψουν την κρίση ούτε να την αποσοβήσουν και, όταν αυτή ξέσπασε, το μόνο που ήξεραν να κάνουν ήταν να προσφέρουν αφειδώς χρήματα από το δημόσιο ταμείο στις τράπεζες για να σώσουν το σύστημα, κοινωνικοποιώντας έτσι τις ζημιές - ενώ όμως πριν από την κρίση υπήρχε ιδιωτικοποίηση των κερδών. Είναι κραυγαλέα η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των αγορών και του καπιταλισμού από το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Φυσικά έχει καταστεί εμφανής η παταγώδης αποτυχία των Ελλήνων κυβερνώντων των δύο κομμάτων εξουσίας, των τεχνοκρατών, των οικονομολόγων κ.ά. που επί σειρά ετών οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία Ωστόσο παρόμοια ανικανότητα των «ειδικών» παρατηρείται και στις άλλες χώρες. Η παγκόσμια κρίση έχει δείξει εμφανώς την παταγώδη αποτυχία των απανταχού «ειδικών»8.

Συνεπώς οι δύο πυλώνες του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος έχουν αποτύχει. Το σύστημα όμως δεν έχει καταρρεύσει, διότι οι άνθρωποι είναι στην πλειονότητά τους εγκλωβισμένοι στην κυρίαρχη αστική ιδεολογία, το φαντασιακό τους έχει αποικισθεί από τις κυρίαρχες σημασίες τόσο του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος όσο και του καπιταλισμού. Παρά την αποτυχία και την απαξίωσή του, το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να υφίσταται, όχι μόνο χάρις στην παθητικότητα αλλά και στην προσχώρηση των ανθρώπων. Η προσχώρηση αυτή επιτυγχάνεται με αρκετούς τρόπους και μέσα, μεταξύ των οποίων είναι η προπαγάνδα εκ μέρους των ιθυνουσών ελίτ και των κομμάτων πως το πολίτευμα αυτό είναι δημοκρατία, πως υπάρχει αντιπροσώπευση των ανθρώπων και πως οι «ειδικοί» έχουν τη γνώση της διακυβέρνησης. Οι σημασίες αυτές παρουσιάζονται και υιοθετούνται από τους ανθρώπους ως μία φυσική ή ιστορική αναγκαιότητα, ως κάποια αντικειμενική μοίρα της ανθρωπότητας, χωρίς άλλη προοπτική και εναλλακτική δυνατότητα, άρα ως μονόδρομος.

Όμως, τόσο ο καπιταλισμός όσο και το αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν είναι εγγενή στην ανθρώπινη φύση ούτε αιώνια φαινόμενα, δεν αποτελούν το τέλος της Ιστορίας, όπως ανοήτως υποστήριξε ο Φουκουγιάμα αμέσως μετά την κατάρρευση των δικτατορικών κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989. Μπορούν συνεπώς να αλλάξουν, και πρέπει να αλλάξουν διότι έχουν αποτύχει. Για να γίνει αυτό ο μόνος δρόμος είναι να πεισθεί, να το θελήσει, να το αποφασίσει και να αγωνισθεί για τον σκοπό αυτό η ίδια η κοινωνία, όπως το έχει κάνει μερικές φορές στην ιστορία της. Όσον αφορά την Ελλάδα, εκτός από δύο φορές στην ιστορία της που επέτυχε πολιτειακές μεταβολές, μία το 1843 και την άλλη το 1974, δεν έχει να επιδείξει σοβαρές προσπάθειες για ριζικές πολιτικές αλλαγές. Όμως σήμερα, μετά την παταγώδη αποτυχία και την αδυναμία του πολιτικού συστήματος, που οδήγησε στη γενικευμένη χρεοκοπία και διάλυση, επιβάλλεται πια εκ των πραγμάτων μία ριζική μεταβολή στις δομές, στους θεσμούς και στο Σύνταγμα. Για να υπάρξουμε διαφορετικά, πρέπει να αλλάξουν πολλά. Το σύνθημα «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» αποκτά μέσα στο ζοφερό παρόν όλο το βάρος του. Αναγκαία προϋπόθεση είναι η αλλαγή στη νοοτροπία, στις αντιλήψεις, στο υπάρχον «αξιακό σύστημα», στις αρνητικές σημασίες που κινητοποιούσαν μέχρι τώρα ευρέα στρώματα της κοινωνίας, και στις οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως. Ήδη ορισμένες αλλαγές8 έγιναν με τα κινήματα στις πλατείες και με τα εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας.

Το ζήτημα λοιπόν είναι πώς θα απο-αποικισθεί το φαντασιακό των ανθρώπων και της κοινωνίας, πώς θα αρχίσει η απο-αποικιοποίησή του από τις σημασίες της ισχύουσας ιδεολογίας. Όσον αφορά στον πολιτικό τομέα, πρωτίστως χρειάζεται απεγκλωβισμός από τα κόμματα, τις γραφειοκρατίες, τον κρατισμό, το λαϊκισμό. Χρειάζεται απεξάρτηση από την αντιπροσώπευση, τις εκλογές, τους κομματικούς συνδικαλιστές, τις συντεχνίες, τους «ειδικούς», καθώς και από τα ισχυρά ΜΜΕ και τα εθνικιστικά-θρησκευτικά ιδεολογήματα. Μόνο έτσι θα αρχίσει να δημιουργείται ένα άλλο φαντασιακό, ένας άλλος τύπος ανθρώπου, ικανού να επιτύχει μία ριζική στροφή, που να εισαγάγει καινούρια στοιχεία στον κοινωνικό και πολιτικό βίο. Αυτό απαιτεί την αντίληψη μίας άλλης πολιτικής, την επινόηση μίας άλλης πολιτικής δράσης, βασισμένης στην αυτοοργάνωση και τον αυτοπροσδιορισμό, που θα συναντά την κοινωνική οικονομία, με κοινό στόχο τον δημοκρατικό αυτομετασχηματισμό, δηλαδή την άμεση δημοκρατία.

Το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας είναι ιδιαζόντως αναγκαίο για τη σημερινή Ελλάδα, στην οποία δεν έχει αποτύχει μόνο η ανάπτυξη, αλλά όλα σχεδόν τα στοιχεία που συναπαρτίζουν μία πολιτική κοινωνία με έννομη τάξη και κράτος δικαίου. Συνεπώς, το ζητούμενο είναι η συμμετοχή των ανθρώπων στην εξουσία, η οποία δεν υπάρχει σήμερα. Άμεση δημοκρατία είναι ακριβώς το πολίτευμα στο οποίο η κοινωνία, οι πολλοί συμμετέχουν στην εξουσία: συλλογικώς κυβερνούν, λαμβάνουν τις αποφάσεις, θεσπίζουν τους νόμους, δημιουργούν δίκαιο και ελέγχουν την εξουσία. Είναι το πολίτευμα στο οποίο η πολιτική δεν είναι υπόθεση των ειδικών, των αντιπροσώπων και των κομμάτων, αλλά της κοινωνίας. δεν είναι υπόθεση των πολιτικών, αλλά των πολιτών. Το αποφασιστικό όργανο είναι η γενική βούληση, που σχηματίζεται στη συνέλευση των πολιτών, πιο συγκεκριμένα στις κατά τόπους συνελεύσεις και στον συντονισμό των αποφάσεών τους. Αυτά προϋποθέτουν και συνεπάγονται πρωτίστως την ουσιαστική και πραγματική πολιτική ισότητα –χωρίς αυτήν δεν υφίσταται δημοκρατία.

Επίσης, το δημοκρατικό πολίτευμα είναι αδιανόητο χωρίς δημοκρατική κοινωνία, η οποία με τη σειρά της απαιτεί δημοκρατικά άτομα. Και αντιστρόφως, τα δημοκρατικά άτομα είναι αδιανόητα χωρίς τον αγώνα τους για δημοκρατία ή χωρίς τη δημοκρατική κοινωνία. Το ίδιο ακριβώς όπως το ολιγαρχικό αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, στηρίζεται σε ολιγαρχική κοινωνία, η οποία απαρτίζεται από ολιγαρχικά άτομα. Με τη διαφορά πως στην άμεση δημοκρατία υπάρχει ταύτιση του πολιτικού με το κοινωνικό – η συνέλευση είναι ταυτοχρόνως πολιτικό και κοινωνικό σώμα - ενώ στην ολιγαρχία υπάρχει διαχωρισμός και διάσταση των δύο.

Η ταύτιση αυτή του κοινωνικού με το πολιτικό αποτελεί τη δύναμη της άμεσης δημοκρατίας. Η δύναμη αυτή εκδηλώνεται και στον έλεγχο που αποκτά η κοινωνία επί όλων των αποφάσεων και των ενεργειών της εξουσίας και επί του κοινωνικού-οικονομικού βίου9. Έτσι θα γίνει κατορθωτή η εξυγίανση, η κάθαρση, η αναδιάρθρωση της οικονομίας, ο έλεγχος των εξόδων - εσόδων με σημαντικά ευεργετικά αποτελέσματα στη μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους, στην ευόδωση της απο-ανάπτυξης κ.ο.κ. Η δύναμη της δημοκρατίας σε όλους τους τομείς, άρα και στον οικονομικό, οφείλεται ακριβώς στην πολιτική της δυναμική, και στις ασύλληπτες από τα πριν ενέργειες που απελευθερώνονται από τη συλλογική συμμετοχή, τη δημόσια διαβούλευση και την ελεύθερη κριτική. Η απελευθερωμένη ενέργεια λόγω της ενεργού συμμετοχής των ανθρώπων κομίζει αυτομόρφωση, φαντασία, δημιουργικότητα, δυναμική και προοπτική.


Σημειώσεις:

1. Κ. Καστοριάδης, Ακυβέρνητη κοινωνία, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Ευρασία, Αθήνα, 2010.

2. Κ. Καστοριάδης, Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού, μτφρ. Κ. Σπαντιδάκης-Ζ. Καστοριάδη, Ύψιλον, Αθήνα, 1997, σ. 36. 

3. Βλ. την εμπεριστατωμένη ανάλυση για τη σύγχρονη Ελλάδα, ήδη από το 1991, του Π. Κονδύλη, «Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία», Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο, Αθήνα, 1991.   

4. Για την έννοια της απο-ανάπτυξης βλ. Serge Latouche, Το στοίχημα της απο-ανάπτυξης (2006), μτφρ. Χρ. Σαρίκα, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2008.

5. Serge Latouche, Το στοίχημα της απο-ανάπτυξης, όπ.π., σ. 186, 331.

6. Στην άμεση δημοκρατία επανέρχομαι στο τελευταίο μέρος του κειμένου. Βλ. και Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009.

7. Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009, σ. 89.

8. Υπήρξε και μία προσωρινή αλλαγή το 1924 με την κατάργηση της βασιλείας του Γεωργίου Α΄ μέχρι το 1935. Ο εμφύλιος πόλεμος της περιόδου 1944-45 και 1946-49 δεν αποτελεί προσπάθεια για δημοκρατική αλλαγή, αλλά για αυταρχική επιβολή κομμουνιστικού καθεστώτος με την μορφή των πρώην ανατολικών ανελεύθερων καθεστώτων. Ως εκ τούτου είναι παράδειγμα προς αποφυγή.

9. Περισσότερα περί άμεσης δημοκρατίας βλ. Κ. Καστοριάδης, «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, Υψιλον, Αθήνα, 1995. Του ιδίου, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Υψιλον, Αθήνα, 1986. Του ιδίου,  Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τόμ. Β’, Κριτική, Αθήνα,  2008. Επίσης Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007. Του ιδίου Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009.